παρατυπία — η η έλλειψη τυπικής τάξης, παράβαση κανόνων: Η είσοδος σε γραφείο χωρίς να χτυπήσεις την πόρτα είναι παρατυπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανορθογραφία — η 1. ορθογραφικό σφάλμα 2. η ιδιότητα ή το ελάττωμα του ανορθόγραφου 3. μτφ. δυσαρμονία, παρατυπία, ασχήμια. [ΕΤΥΜΟΛ. ανορθόγραφος. Η λ. στον πληθ. ανορθογραφίαι, αι μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
ασυνθεσία — ἀσυνθεσία, η (Α) [ασύνθετος] 1. παράβαση συνθηκών, παρανομία, παρατυπία 2. έλλειψη σύνθεσης … Dictionary of Greek
βαρύνω — (AM βαρύνω) [βαρύς] τονίζω με βαρεία νεοελλ. φρ. «με βαρύνει κάτι» ή «βαρύνομαι με κάτι» έχω κάτι εις βάρος μου (κατηγορία, αδίκημα, παρατυπία κ.λπ.) μσν. Ι. 1. επιρρίπτω ευθύνη σε κάποιον, κατηγορώ 2. χτυπάω 3. έχω βάρος, είμαι βαρύς II.( ομαι)… … Dictionary of Greek
παρατυπώ — έω [παράτυπος] ενεργώ παρά τους τύπους, παρά τους κανόνες, κάνω παρατυπία … Dictionary of Greek
δικονομικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη δικονομία ή έχει σχέση μ’ αυτή: Η απόφαση ήταν άδικη, γιατί υπήρξε δικονομική παρατυπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)